top of page

ΣΤΗ ΜΑΥΡΗ ΘΑΛΑΣΣΑ ΜΕ ΕΝΑ ΑΤΜΟΠΛΟΙΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΘΑΚΗ

  • thiakosgr
  • πριν από 22 ώρες
  • διαβάστηκε 6 λεπτά

Πώς το μικρό νησί κατάφερε να ακμάσει χάρη στον στόλο του στους εμπορικούς δρόμους της Μεσογείου τον 19ο αιώνα


Την ίδια περίοδο που οι ευρωπαϊκές εφημερίδες εξυμνούσαν τα αρχαιολογικά ευρήματα στην Ιθάκη, παγκοσμίως γνωστή μέσα από τα έπη του Ομήρου και τα ταξίδια του Οδυσσέα, οι κάτοικοι του νησιού βίωναν μία άνευ προηγουμένου οικονομική άνθηση λόγω της επέκτασης των εμπορικών και ναυτιλιακών δραστηριοτήτων τους. Ηδη από τον 18ο αιώνα και με μεγαλύτερη ένταση τον 19ο αιώνα, η Ιθάκη, εκμεταλλευόμενη τις γεωπολιτικές συγκυρίες και την πλούσια ναυτική της παράδοση, αναδείχθηκε σε σημαντικό ναυτιλιακό κέντρο, συμμετέχοντας ενεργά στο ναυτικό και εμπορικό γίγνεσθαι της Ανατολικής Μεσογείου.


Eνα ανερχόμενο κέντρο

Το 1815, με την ένταξη των Επτανήσων στη Βρετανική Προστασία ως «Ηνωμένες Πολιτείες των Ιονίων Νήσων» (η Ενωση των Επτανήσων με την Ελλάδα σφραγίσθηκε το 1864), οι Ιθακήσιοι εκμεταλλεύθηκαν την ευνοϊκή θέση τους εντός του βρετανικού αυτοκρατορικού συστήματος, ενισχύοντας την παρουσία τους στους εμπορικούς δρόμους της Μεσογείου.

Ο Βρετανός συνταγματάρχης και κυβερνήτης της Κεφαλονιάς, Τσαρλς Τζέιμς Νέιπιερ, τόνιζε σε γραπτά του τη σημασία των Ιονίων Νήσων για τη Μεγάλη Βρετανία. Πριν από το άνοιγμα της διώρυγας του Σουέζ, η κεντρική θέση των νησιών στη Μεσόγειο, όπως της Ιθάκης, επέτρεπε τον έλεγχο των εμπορικών διαδρομών προς την Ερυθρά Θάλασσα και τον Περσικό Κόλπο. Η στρατηγική τοποθεσία της Ιθάκης, ανάμεσα στην ελληνική χερσόνησο και στις θαλάσσιες οδούς που συνέδεαν τη Δύση με την Ανατολή, την καθιστούσε κομβικό σημείο για την εποπτεία των εμπορικών και ναυτικών δραστηριοτήτων στην περιοχή.

Σε μια εποχή κατά την οποία οι ναυτικές δυνάμεις ανταγωνίζονταν για την κυριαρχία των θαλάσσιων διαδρομών, τα νησιά αυτά θεωρούνταν «φυσικά προπύργια» για την υπεράσπιση των βρετανικών συμφερόντων και την κυριαρχία της Βρετανίας στη Μεσόγειο, διασφαλίζοντας την επικοινωνία με τις θαλάσσιες εμπορικές διαδρομές που οδηγούσαν από τη μία στην Αδριατική και από την άλλη στη Μέση Ανατολή και από εκεί στην Ινδία.

Ο εμπορικός στόλος της Ιθάκης εγγραφόταν υπό ξεχωριστή σημαία, τη σημαία των Ιονίων Νήσων, η οποία συμβόλιζε ακριβώς αυτή την ιδιαίτερη σχέση με την αυτοκρατορία, προσφέροντας στους Ιθακήσιους συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι άλλων ναυτικών κοινοτήτων της Μεσογείου. Το γεγονός ότι ήταν Βρετανοί υπήκοοι τους επέτρεπε να έχουν τη διπλωματική προστασία των βρετανικών προξενικών αρχών. Αυτό τους προσέφερε μεγαλύτερη ασφάλεια αλλά και διευκόλυνση των συναλλαγών, ακόμη και σε πολιτικά ασταθείς περιοχές, δημιουργώντας ένα περιβάλλον ασφαλείας για την εμπορική ναυτιλία και τις επιχειρηματικές δραστηριότητές τους, ιδιαίτερα στην Ανατολική Μεσόγειο και στη Μαύρη Θάλασσα.


Το εμπόριο σιτηρών

Από τα τέλη του 18ου αιώνα, οι Θιακοί έμποροι και πλοιοκτήτες, οι οποίοι ήδη δραστηριοποιούνταν στην εμπορική ναυτιλία, ακριβώς όπως και οι Κεφαλονίτες, αξιοποίησαν τις πολιτικές συγκυρίες στην Ανατολική Μεσόγειο και στη Μαύρη Θάλασσα, καθώς και την εμπορική ροή σιτηρών από τις παραδουνάβιες περιοχές, κυρίως από τις ηγεμονίες της Μολδαβίας και της Βλαχίας, κομβικά σημεία για το εξαγωγικό εμπόριο προς την υπόλοιπη Μεσόγειο και ιδιαίτερα προς την Ιταλία και τη Δυτική Ευρώπη.

Τα σιτηρά, ένα από τα βασικά εξαγώγιμα προϊόντα των παραδουνάβιων περιοχών της Μολδαβίας και της Βλαχίας, αποτέλεσαν τη «ραχοκοκαλιά» των εμπορικών δραστηριοτήτων των Ιθακησίων. Πολλοί εγκαταστάθηκαν στα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας, και κυρίως στα λιμάνια του Δούναβη, ίδρυσαν εμπορικούς και ναυτιλιακούς οίκους στο Γαλάτσι, στη Βραΐλα, στην Τούλτσα και στον Σουλινά, αγόρασαν σέλπια και ρυμουλκά –πλοία ιδανικά για τη μεταφορά χύδην φορτίων στα ρηχά νερά του Δούναβη– και έπειτα, αρχικά με τα ιστιοφόρα τους, κυρίως μπρίκια και βριγαντίνια, και στη συνέχεια με μερικά ατμόπλοια, μετέφεραν σιτάρι από τη Μαύρη Θάλασσα προς τη Δυτική Μεσόγειο.

Η οικονομική δραστηριότητα του νησιού συνδέθηκε με τη Μαύρη Θάλασσα και το εμπόριο σιτηρών, πράγμα που επέτρεψε στους Ιθακήσιους να επεκτείνουν τις ναυτιλιακές τους δραστηριότητες σε ευρύτερες γεωγραφικές περιοχές και να εδραιώσουν την παρουσία τους στις ναυτιλιακές αγορές του 19ου αιώνα.

Η οικονομική σημασία αυτού του εμπορίου δεν περιοριζόταν μόνο στα κέρδη από τη μεταφορά σιτηρών, αλλά επεκτεινόταν και στη δημιουργία εμπορικών δικτύων που συνέδεαν την Ιθάκη με όλη τη Μεσόγειο, και κυρίως με την Τεργέστη, τη Γένοβα και τη Μασσαλία. Οι Ιθακήσιοι πλοιοκτήτες συνεργάζονταν με εμπόρους και τραπεζίτες από αυτές τις πόλεις, ενισχύοντας έτσι τις οικονομικές και πολιτισμικές σχέσεις τους με τον ευρωπαϊκό κόσμο.


Οι οικογένειες

Η ναυτική παράδοση της Ιθάκης στηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό στις ισχυρές οικογένειες πλοιοκτητών, οι οποίες διαμόρφωσαν τις οικονομικές και κοινωνικές δομές του νησιού. Βασισμένοι τόσο στα συγγενικά τους δίκτυα, όσο και στην επιχειρηματική τους νεωτερικότητα, οικογένειες όπως αυτές των Βλασσοπούλου, Δενδρινού, Γράτσου, Δρακούλη, Θεοφιλάτου, Σταθάτου, Καραβία και Πεταλά διαδραμάτισαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην ανάπτυξη του ναυτικού εμπορίου και στην επέκταση των δικτύων ναυσιπλοΐας της Ιθάκης. Πολλές οικογένειες επένδυσαν σε μικρού και μεσαίου μεγέθους πλοία, τα οποία χρησιμοποιούσαν για τοπικά και διεθνή ταξίδια.

Η άνθηση της ναυτιλίας στην Ιθάκη αντικατοπτρίζεται και στον στόλο της, που αριθμούσε 48 ποντοπόρα πλοία (άνω των 50 τόνων) εγγεγραμμένα στο Βαθύ, το βασικό λιμάνι του νησιού. Η επιτυχία της στη ναυτιλία αποδεικνύεται και από την επένδυση ορισμένων πλοιοκτητών του νησιού στην ατμοπλοΐα. Οι πλοιοκτήτες της Ιθάκης ήταν από τους πρώτους που κατάφεραν να πραγματοποιήσουν τη μετάβαση από το ιστίο στον ατμό, ξεκινώντας από το 1873, όταν η οικογένεια Θεοφιλάτου, σε συμπλοιοκτησία με τον Κεφαλονίτη Βαλλιάνο, ναυπήγησε στα ναυπηγεία του Σάντερλαντ ένα από τα πρώτα σιδερένια φορτηγά ατμόπλοια της Ελλάδας, το α/π «Ιθάκη». Αυτές οι ναυτικές οικογένειες, που αποτελούσαν την ελίτ της ιθακήσιας κοινωνίας, διαδραμάτιζαν επίσης σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των κοινωνικών και πολιτικών δομών του νησιού. Η οικονομική τους επιτυχία στη ναυτιλία και στο εμπόριο έφερε πλούτο στην Ιθάκη, επηρεάζοντας την τοπική κοινότητα και συνεισφέροντας στη δημιουργία μιας νέας μορφής κοινωνικής ιεραρχίας, όπου η κατοχή πλοίων και η εμπλοκή στο διεθνές εμπόριο ήταν σημαντικοί παράγοντες κύρους. Με τη συμβολή αυτών των εφοπλιστικών οικογενειών, το νησί βίωνε συνεχή άνθηση.

Η Ιθάκη απέκτησε, στις αρχές του 20ού αιώνα, Σχολή Εμποροπλοιάρχων, τη σχολή Σταθάτου, που στεγαζόταν σ’ ένα κτίριο κατασκευασμένο από τον Ερνέστο Τσίλλερ στο κέντρο της πόλης. Στο νησί ιδρύθηκαν επίσης δύο ασφαλιστικές εταιρείες, ο «Οδυσσεύς» (1858-1878), και η «Ιθάκη» (1863-1872), από τον Σπύρο Φερεντίνο και τον Σπύρο Βλασσόπουλο, αντίστοιχα. Το 1924, η Ιθάκη ήταν ένα από τα πρώτα νησιά που ηλεκτροδοτήθηκε στην Ελλάδα, μετά τη συνεισφορά του Γεωργίου Δρακούλη για την κατασκευή εργοστασίου ηλεκτροφωτισμού στο Βαθύ.


«Εθισμένοι»

Οπως γράφει ο γεωλόγος και ακαδημαϊκός Ντέιβιντ Ανστεντ μετά τις περιηγήσεις του στα Ιόνια Νησιά το 1863, «οι κάτοικοι της Ιθάκης είναι εθισμένοι στις ναυτικές ασχολίες. […] Το Βαθύ είναι το κύριο λιμάνι του νησιού και ο αριθμός των πλοίων και σκαφών που ανήκουν σε αυτό είναι πραγματικά πολύ μεγάλος. […] Ενα μεγάλο μέρος του πληθυσμού της πόλης ασχολείται αποκλειστικά με θέματα που σχετίζονται με τη ναυτιλία. Είναι τόσο έντονη αυτή η ενασχόληση, που σε ορισμένες εποχές μετά βίας μπορεί κανείς να δει άνδρα ή αγόρι στον δρόμο».

Αυτή η περιγραφή δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα που βίωνε το νησί. Το ναυτικό επάγγελμα στην Ιθάκη δεν ήταν απλώς οικονομική δραστηριότητα, αλλά και τρόπος ζωής.

Η ανάπτυξη των εμπορικών δικτύων με τις παραδουνάβιες περιοχές και οι σχέσεις με τα μεγάλα ευρωπαϊκά λιμάνια καθόρισαν την ευημερία του νησιού. Ο πλούτος της πόλης ήταν εμφανής από τα περιποιημένα σπίτια που αντανακλούσαν την οικονομική ευχέρεια των κατοίκων, όπως συχνά περιέγραφαν οι Αγγλοι και Γάλλοι περιηγητές που σταματούσαν για λίγο στο νησί. Η ναυτική παράδοση της Ιθάκης συνεχίζει να αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο της ταυτότητας του νησιού και των κατοίκων του.

Οι δεσμοί που δημιουργήθηκαν κατά τον 19ο αιώνα με τα εμπορικά δίκτυα της Μεσογείου άφησαν πλούσια πολιτιστική και οικονομική κληρονομιά, η οποία παραμένει ζωντανή μέχρι και σήμερα. Ακολουθώντας ξανά τις πολιτικές και οικονομικές συγκυρίες του 20ού αιώνα, οι Ιθακήσιοι έμποροι και πλοιοκτήτες μετέφεραν τους εμπορικούς και ναυτιλιακούς τους οίκους στη Μεγάλη Βρετανία, και κυρίως στο Λονδίνο, ενώ μεταπολεμικά το νησί συνδέθηκε άμεσα με τον Αριστοτέλη Ωνάση, λόγω και της συμβολής του Ιθακήσιου φίλου και συνεργάτη του, Κωνσταντίνου Γράτσου, αποτελώντας διαχρονικά ένα εξαιρετικό παράδειγμα της σχέσης ενός μικρού νησιού με τη θάλασσα.


Το ιστορικό Αρχείο της Ιθάκης

To τμήμα των Γενικών Αρχείων του Κράτους (ΓΑΚ) στην Ιθάκη στεγάζει ένα θησαυρό ιστορικών ντοκουμέντων που ξεκινούν από την περίοδο της Ενετοκρατίας. Με πολύ μεράκι και γνώση, ο κ. Χρήστος Μιαρίτης, υπάλληλος του Αρχείου, η κ. Ιωάννα Πεπονή, αποσπασμένη εκπαιδευτικός, μαζί με την ανεκτίμητη συμβολή της κ. Δώρας Ζαφειράτου, προϊσταμένης του Τμήματος των Γενικών Αρχείων του Κράτους στην Κεφαλονιά και αν. προϊσταμένη του Τμήματος της Ιθάκης, προσπαθούν να διασώσουν και να προστατεύσουν το αρχειακό υλικό.

Το Κέντρο Ναυτιλιακής Ιστορίας του ΙΜΣ – ΙΤΕ, και μέσα από ερευνητικές αποστολές φοιτητών του, υπό την ευθύνη της διευθύντριας του Ινστιτούτου, καθηγήτριας Τζελίνας Χαρλαύτη και του υποψηφίου διδάκτορος Μηνά Αντύπα, συμβάλλει στην καταγραφή και στην ταξινόμηση του εξαιρετικής ιστορικής σημασίας υλικού.



*H δρ Καλλιόπη Βασιλάκη είναι μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο Κέντρο Ναυτιλιακής Ιστορίας / Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών – ΙΤΕ.

**Το Κέντρο Ναυτιλιακής Ιστορίαςτου Ινστιτούτου ΜεσογειακώνΣπουδών – ΙΤΕ (www.ims.forth.gr)και η «Καθημερινή» παρουσιάζουνάγνωστες πτυχές της πορείαςτων Ελλήνων στο «θαλάσσιοεπιχειρείν», από τον 19ο αιώναμέχρι σήμερα.


ΠΗΓΗ: Kathimerini.gr

bottom of page